- προδιοικονομεῖν
- προδιοικονομέωprepare beforepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιοικονομώ — έω, Α προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («χρὴ γὰρ οὗτως προδιοικονομεῑν ἑαυτὸν καὶ ἐθίζειν ἐν οἷς ἐγχειρίζεται», ΑΒ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διοικονομῶ «κανονίζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek